εὐεξανάλωτος

εὐεξαπάτητος

εὐέξαπτος
εὐ·εξαπάτητος, ος, ον [ᾰᾰ] facile à tromper, Xén. Hipp. 7, 15 ; Plat. Rsp. 409a ; Arstt. Rhet. 2, 12.
Étym. εὖ, ἐξαπατάω.