εὐγλωττίζω

εὐγλώχιν

εὖγμα
εὐ·γλώχιν, ινος (ὁ, ἡ) [] muni d’une forte pointe, Opp. H. 5, 439 ; Q. Sm. 8, 406 ; 10, 81.
Étym. εὖ, γλωχίν.