εὐκτίμενος

εὔκτιτος

εὐκτός
εὔ·κτιτος, ος, ον [] bien bâti, Il. 2, 592 ; Hh. Ap. 423 ; Sapph. (Ath. 599c) ; DP. 552 ||
E Épq. ἐΰκτιτος, Il. Hh. ll. cc.
Étym. εὖ, *κτίω, v. κτίζω.