εὐμέριστος

εὐμετάϐλητος

εὐμετάϐολος
εὐ·μετάϐλητος, ος, ον :
1 qui change facilement, Arstt. Rhet. 1, 12, 34 ||
2 facile à digérer, Hpc. 383, 8.
Étym. εὖ, μεταϐάλλω.