εὐμετακύλιστος

εὐμετάπειστος

εὐμεταποίητος
εὐ·μετάπειστος, ος, ον, facile à faire changer d’avis, Arstt. Nic. 7, 9, 10 ; Thém. 98b.
Étym. εὖ, μεταπείθω.