Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐμετάπειστος
εὐμεταποίητος
εὐμετάπτωτος
εὐ·μεταποίητος,
ος, ον,
qui change facilement,
Hpc.
24, 52
.
Étym.
εὖ, μεταποιέω
.