εὐμεταποίητος

εὐμετάπτωτος

εὐμεταπτώτως
εὐ·μετάπτωτος, ος, ον, sujet à tomber, instable, chancelant, Th. Sens. 45 ; fig. DS. Exc. Vat. p. 18.
Étym. εὖ, μεταπίπτω.