εὔνοια

εὐνοϊκός

εὐνοϊκῶς
εὐνοϊκός, ή, όν, porté à la bienveillance, bienveillant, Pol. 6, 6, 8 ; Luc. Tim. 15 ||
Cp. -ώτερος, Dém. 1299, 13 ; sup. -ώτατος, Lib. 4, 747.
Étym. εὔνοος.