εὐνοϊκός

εὐνοϊκῶς

εὐνόμας
εὐνοϊκῶς, adv. avec bienveillance : εὐν. ἔχειν τινι, Xén. Hell. 4, 4, 15 ; πρός τινα, Xén. Mem. 2, 6, 34 ; εὐν. διακεῖσθαι πρός τινα, Isocr. 282b, être bienveillant pour qqn ||
Cp. -ωτέρως, Dém. 1228, 14 ; sup. -ώτατα, Xén. Cyr. 8, 4, 1.