εὐνητήρ

εὔνητος

εὐνήτρια
εὔ·νητος, épq. ἐΰ·νητος ou ἐΰ·ννητος, ος, ον, bien filé, bien tissé, Il. 18, 596 ; 24, 580 ; Od. 7, 97.
Étym. εὖ, νέω.