εὐοίκητος

εὐοικονόμητος

εὔοικος
εὐ·οικονόμητος, ος, ον, facile à digérer, Diph. (Ath. 54d, 801) ||
Cp. -ότερος, Ath. 115d.
Étym. εὖ, οἰκονομέω.