εὐοργήτως

εὐόρεκτος

εὐόριστος
εὐ·όρεκτος, ος, ον, qui excite l’appétit, Diosc. 5, 21 ||
Cp. -ότερος, Plut. M. 663e.
Étym. εὖ, ὀρέγομαι.