εὐπαραίτητος

εὐπαράκλητος

εὐπαρακολούθητος
εὐ·παράκλητος, ος, ον :
1 facile à amener par la persuasion : πρός τι, Plat. Ep. 328a, à qqe ch. ||
2 persuasif, Aristén. 2, 1.
Étym. εὖ, παρακαλέω.