εὐπαράκλητος

εὐπαρακολούθητος

εὐπαρακολουθήτως
εὐ·παρακολούθητος, ος, ον [ᾰκ] que l’on peut suivre facilement, facile à comprendre, Arstt. Nic. 2, 7, 11, Pol. 4, 28, 6 ; DH. Pomp. 6.
Étym. εὖ, παρακολουθέω.