εὐπαραλόγιστος

εὐπαραμύθητος

εὐπάρᾳος
εὐ·παραμύθητος, ος, ον []
1 facile à apaiser, à fléchir, Plat. Leg. 888c ||
2 dont on peut facilement se consoler, Plut. M. 110d, 113e.
Étym. εὖ, παραμυθέομαι.