Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐπαράκρουστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμύθητος
εὐ·παραλόγιστος,
ος, ον,
facile à tromper par de faux raisonnements,
Pol.
11, 29, 9
||
Sup.
-ότατος,
Pol.
5, 75, 2
.
Étym.
εὖ, παραλογίζομαι
.