εὐπάρεδρος

εὐπάρειος

εὐπαρείσδυτος
εὐ·πάρειος, ος, ον [] aux belles joues, Poll. 2, 87 ; 9, 162 ||
E Poét. *εὐπάρῃος, d’où dor. εὐπάρᾳος [ρᾱ] Pd. P. 12, 16.
Étym. εὖ, παρειά.