εὐπαρηγορήτως

εὐπαρηγόρως

εὐπάρθενος
εὐ·παρηγόρως, adv. de manière à consoler facilement, Tér. Andr. 1, 1, 70, au cp. εὐπαρηγορώτερον.
Étym. εὖ, παρηγορέω.