εὐποιητικῶς

εὐποίητος

εὐποιΐα
εὐ·ποίητος, ος, ον, bien fait, bien travaillé, Il. 16, 106 ; Od. 3, 434 ; 20, 150 ; Hh. Ap. 265 ; Hés. Sc. 64 ; Anth. 6, 174, etc.
Étym. εὖ, ποιέω.