εὐποριστία

εὐπόριστος

εὔπορος
εὐ·πόριστος, ος, ον, facile à se procurer, Epic. (DL. 10, 144) ; Cic. Att. 7, 1, 7 ; τὰ εὐπόριστα (s. e. φάρμακα) Plut. Luc. 40, remèdes usuels.
Étym. εὖ, πορίζω.