εὐποτμία

εὔποτμος

εὐπότμως
εὔ·ποτμος, ος, ον, heureux, Eschl. Ag. 245 ||
Cp. -ότερος, Plut. M. 58d ; sup. -ότατος, Soph. fr. 146.
Étym. εὖ, πότμος.