Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐπροσίτως
εὐπρόσκοπος
εὐπρόσκρουστος
εὐ·πρόσκοπος,
ος, ον,
c.
πρόσκοπος,
Ptol.
Tetr.
173
.
Étym.
εὖ, προσκόπτω
.