εὐπρόσκοπος

εὐπρόσκρουστος

εὐπροσόδευτος
εὐ·πρόσκρουστος, ος, ον, qui choppe ou pêche facilement, Nyss. 3, 316 b Migne.
Étym. εὖ, προσκρούω.