εὐπροσόρμιστος

εὐπρόσφορος

εὐπρόσφυτος
εὐ·πρόσφορος, ος, ον :
1 agréable au goût, substantiel, nourrissant, Xénocr. Al. 9 ||
2 qui s’exprime facilement, Hdn 8, 3, 7.
Étym. εὖ, προσφέρω.