εὐπρόσφορος

εὐπρόσφυτος

εὐπροσωπέω-ῶ
εὐ·πρόσφυτος, ος, ον [] qui croît ou s’attache à, dat. Th. C.P. 1, 6, 2.
Étym. εὖ, προσφύω.