ἐΰρραπις

ἐϋρραφής

ἐϋρρεής
ἐϋ·ρραφής, ής, ές [] bien cousu, bien attaché, Od. 2, 354, 380 ; DP. 940 ; Anth. 6, 233.
Étym. εὖ, ῥάπτω.