εὐρυγάστωρ

εὐρυγένειος

Εὐρυγύης
εὐρυ·γένειος, ος, ον [] à la barbe large ou épaisse, Opp. C. 2, 104.
Étym. εὐ. γένειον.
εὐρυ·γένειος, ος, ον [] de plusieurs générations, Nonn. D. 18, 345.
Étym. εὐ. γενεά.