εὐρύθμως

εὐρυκάρηνος

εὐρυκέλευθος
εὐρυ·κάρηνος, ος, ον [ῠᾰ] à large tête, Opp. C. 1, 152 ; Nonn. D. 20, 127.
Étym. εὐ. κάρηνον.