εὐσχήμως

εὐσχιδής

εὔσχιστος
εὐ·σχιδής, ής, ές [] c. le suiv. Anth. 6, 68 ||
E Épq. ἐϋσχιδής, Opp. C. 2, 211.
Étym. εὖ, σχίζω.