εὐσχολία

εὔσχολος

εὐσωματέω-ῶ
εὔ·σχολος, ος, ον, qui a du loisir, Pol. 4, 32, 6 ||
Cp. -ώτερος, M. Ant. 4, 24.
Étym. εὖ, σχολή.