εὐτεχνία

εὔτεχνος

εὔτηκτος
εὔ·τεχνος, ος, ον, industrieux, habile, Hpc. Ep. 1276, 51 ; en parl. de choses, ingénieux, Anth. 6, 206.
Étym. εὖ, τέχνη.