εὔτεχνος

εὔτηκτος

εὐτηξία
εὔ·τηκτος, ος, ον, qui fond aisément, Arstt. Probl. 4, 2 ; An. 3, 10 ; Spt. Sap. 19, 21 ; Man. 6, 524 ||
Cp. -ότερος, Arstt. Probl. 1, 50.
Étym. εὖ, τήκω.