Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐτείχητος
εὐτείχιστος
εὔτειχος
εὐ·τείχιστος,
ος, ον,
c. les préc.
Pol.
3, 90, 8 ;
DS.
3, 47
.
Étym.
εὖ, τειχίζω
.