εὐτείχιστος

εὔτειχος

εὐτεκνέω-ῶ
εὔ·τειχος, ος, ον, c. εὐτείχεος, Dysc. Pron. 298c, Synt. 187, 11 ||
Sup. -ότατος, M. Tyr. 27, 2.