εὔτρητος

εὐτριαίνης

εὐτριϐής
εὐ·τριαίνης, ου, adj. m. au beau trident (Poseidôn) Pd. O. 1, 73 (acc. εὐτρίαιναν).
Étym. εὖ, τρίαινα.