εὐτριαίνης

εὐτριϐής

εὔτριπτος
εὐ·τριϐής, ής, ές [] bien broyé, finement pulvérisé, Diosc. 5, 139 ||
E Poét. ἐϋτριϐής, Nic. Al. 328, 405 ; Anth. 6, 299.
Étym. εὖ, τρίϐω, cf. *εὔτριψ.