εὔτροπος

εὐτροφέω-ῶ

εὐτροφία
εὐτροφέω-ῶ, être bien nourri, devenir fort, Arstt. G.A. 4, 1, 29 ; Th. H.P. 5, 2, 2 ||
Moy. m. sign. Th. C.P. 4, 1, 4.
Étym. εὔτροφος.