Εὐτροπίων

εὔτροπος

εὐτροφέω-ῶ
εὔ·τροπος, ος, ον :
1 versatile, Arstt. Nic. 4, 8, 3 ||
2 bénin, t. de méd. Hpc. 50, 24.
Étym. εὖ, τρέπω.