εὐτρόχως

εὐτρύγητος

εὔτυκος
εὐ·τρύγητος, ος, ον [] facile à cueillir, litt. à vendanger, Th. C.P. 3, 7, 4, au cp. -ότερος.
Étym. εὖ, τρυγάω.