εὐτρύγητος

εὔτυκος

εὔτυκτος
εὔ·τυκος, ος, ον [] bien préparé, tout prêt, Eschl. Suppl. 994 ; Thcr. Idyl. 24, 86 ; εἴς τι, Pratin. 2 Bgk, à qqe ch. ; ποιεῖν τι, Eschl. Suppl. 974, à faire qqe ch.
Étym. εὖ, τεύχω.