εὐυπέρϐατος

εὐυπέρϐλητος

εὔυπνος
εὐ·υπέρϐλητος, ος, ον, aisé à franchir, à surpasser, Arstt. Nic. 4, 2, 19.
Étym. εὖ, ὑπερϐάλλω.