Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐυπέρϐλητος
εὔυπνος
εὐυποχώρητος
εὔ·υπνος,
ος, ον,
qui dort bien
ou
facilement,
Hpc.
267, 37
.
Étym.
εὖ, ὕπνος
.