Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐηγορέω-ῶ
εὐηγορία
εὐήγορος
*εὐηγορία,
dor.
εὐαγορία,
ας
(
ἡ
) [
ᾱγ
] éloge, louange,
Call.
L. Pall.
139
.
Étym.
εὐήγορος
.