ἑξάδαρχος

ἐξάδελφος

ἐξαδιαφορέω-ῶ
ἐξ·άδελφος, ου () [] neveu (litt. fils du frère) Spt. Tob. 1, 22 ; 11, 17 ; Jos. A.J. 20, 10.
Étym. ἐξ, ἀδελφός.