ἑξαδάκτυλος

ἑξάδαρχος

ἐξάδελφος
ἑξάδ·αρχος, ου () [ᾰδ] commandant de six hommes, Xén. Cyr. 3, 3, 11.
Étym. ἑξάς, ἄρχω.