ἐξαιματόω-ῶ

ἐξαιμάτωσις

ἐξαιματωτικός
ἐξαιμάτωσις, εως () [] action de convertir en sang, M. Ant. 4, 21 ; Gal. 2, 238, 243 ; A. Aphr. Probl. p. 72, 34.
Étym. ἐξαιματόω.