ἐξαιματωτικός

ἔξαιμος

Ἐξαίνετος
ἔξ·αιμος, ος, ον, exsangue, Hpc. 909b ; p. opp. à ἔναιμος, Hpc. 910a, etc. ; DS. 3, 35.
Étym. ἐξ, αἷμα.