ἐξαίφνης

ἐξαιφνίδιος

ἐξαιχμαλωτίζω
ἐξαιφνίδιος, ος ou α, ον [ῐδ] subit, soudain, Hiérocl. (Stob. 479, 27) ||
E Fém. -α, Plat. Crat. 414a.
Étym. ἐξαίφνης.