ἐξαιτιολογέω-ῶ

ἔξαιτος

ἐξαίφνης
ἔξ·αιτος, ος, ον, choisi, d’où distingué, Il. 12, 320 ; Od. 2, 307, etc. ; Anth. 6, 332 ; Man. 2, 226 ; 3, 354.
Étym. ἐξ, αἰτέω.