ἐξακανθίζω

ἐξακανθόομαι-οῦμαι

ἐξακέομαι-οῦμαι
ἐξ·ακανθόομαι-οῦμαι [ᾰκ] se hérisser d’épines, Th. H.P. 6, 4, 2.
Étym. ἐξ, ἄκανθα.